- πραξικοπηματικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται σε πραξικόπημα ή γίνεται με πραξικόπημα: Πραξικοπηματική ενέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πραξικοπηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πραξικόπημα 2. αυτός που γίνεται με πραξικόπημα («πραξικοπηματική αλλαγή»). επίρρ... πραξικοπηματικώς και πραξικοπηματικά με τρόπο πραξικοπηματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
Αποστόλης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων των υστεροβυζαντινών χρόνων. 1. Αρσένιος (Χάνδακας, Κρήτη 1468 – Βενετία 1535). Ήταν γιος του επίσης διαπρεπούς λογίου Μιχαήλ A. (βλ. 2.), του οποίου κληρονόμησε όχι μόνο το φιλολογικό ταλέντο, αλλά και τον βίαιο και… … Dictionary of Greek